λαχανοπωλείο

λαχανοπωλείο
το (AM λαχανοπωλεῑον Α και λαχανοπώλιον) [λαχανοπώλης]
κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαχανοπωλείο — το το μανάβικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαχανοπωλικός — λαχανοπωλικός, ή, όν (Α) [λαχανοπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαχανοπωλείο ή σε λαχανοπώλη …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπώλιον — λαχανοπώλιον, τὸ (Α) βλ. λαχανοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”